Στέφανος και Δάφνη, γράφει η Χρυσούλα Παπαβασιλείου
Ήθελε να της πει για τ’ όνειρο που είχε. Εκείνη την τρελή επιθυμία να γίνει μια μέρα ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας. Η δουλειά του λογιστή είχε καταντήσει ρουτίνα. Αυτός ήταν ένας ονειροπόλος, ένας ταξιδευτής του λόγου. Τις νύχτες πεταγόταν από το κρεβάτι του και έψαχνε χαρτί και μολύβι, χανόταν για ώρες στις νότες μιας μουσικής μελωδίας, γύριζε στη θάλασσα, έσκιζε, τσαλάκωνε...

Εδώ και λίγο καιρό είχε τελειώσει ένα βιβλίο για την ζωή ενός ανθρώπου που είχε χάσει τα πάντα, που πληγώθηκε, προδόθηκε και αναστήθηκε από τις στάχτες του. Του πήρε σχεδόν δυο χρόνια να το τελειώσει.

Νωρίτερα το πρωί μια πολύ καλή του φίλη, του είχε γνωρίσει τη δική της λογοτεχνική πράκτορα τη Τζόαν, μια γοητευτική γυναίκα η οποία ήξερε πως να χειριστεί τον κάθε αρνητικό εκδότη. Θα διάβαζε το χειρόγραφό του και κατόπιν θα συζητούσαν όλες τις λεπτομέρειες για τις επόμενες κινήσεις τους, αν και εφόσον...

Βούλιαξε στον καναπέ με ένα ποτήρι κονιάκ δίπλα του... Σχημάτισε τον αριθμό της Δάφνης... 694... Περίμενε τον ήχο, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά... Με το που σήκωνε το τηλέφωνο θα της έλεγε για το σημερινό του ραντεβού,  αφού πρώτα της έστελνε ένα φιλί όπως πάντα έκανε.

Ήταν ερωτευμένος μαζί της από τη πρώτη στιγμή που την είχε δει στο μετρό. Μαλλιά στο χρώμα του χαλκού, όχι ιδιαίτερα ψιλή, αλλά χαριτωμένη, μ’ ένα πρόσωπο αψεγάδιαστο από κάθε ίχνος...

Το τηλέφωνο χτυπούσε, χτυπούσε αλλά απάντηση καμία... Περίεργο σκέφτηκε. Συνήθως με το που έβλεπε το νούμερό του, πριν τον τρίτο χτύπο το σήκωνε. Ήταν έτοιμος να το κλείσει όταν μια άγνωστη φωνή, λίγο βραχνή, του απάντησε.

- Ναι;
- Συγνώμη, τη Δάφνη θα ήθελα.
- Είμαι η... η μητέρα της.
- Α, συγνώμη και πάλι, είναι εκεί; Ο Στέφανος είμαι, δεν έχουμε γνωριστεί αλλά...

Τον διέκοψε απότομα λέγοντάς του μέσα από λυγμούς ότι η Δάφνη, είχε ένα ατύχημα και νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, η κατάστασή της ήταν πολύ κρίσιμη. Οι γιατροί δεν είχαν δώσει και πολλές ελπίδες... Οι επόμενες ώρες τον βρήκαν να κάθεται στο διάδρομο του νοσοκομείου, μια πόρτα τον χώριζε από την εντατική μονάδα. Οι ώρες περνούσαν και η Δάφνη δε συνερχόταν...

Μετά από πέντε μήνες η οικογένειά της αποφάσισε να τη μεταφέρει για αποκατάσταση στην Αμερική. Πόσο χρόνο θα έπαιρνε κανείς δεν ήξερε. Είχε δείξει μια μικρή βελτίωση αλλά τα πράγματα ήταν ακόμα δύσκολα...

Και εκείνος όλους αυτούς τους μήνες είχε παρατήσει τα πάντα και δουλειά και τ’ όνειρό του...
Τ’ όνειρό του που θα πραγματοποιούταν μες τον επόμενο χρόνο μιας και το βιβλίο του έτυχε ιδιαίτερης εκτίμησης από τον εκδότη.

Πόση λίγη σημασία του έδινε τώρα πια... Δεν το ήθελε, σχεδόν το μίσησε... Το έσκισε, το τσαλάκωσε, το πέταξε...

Χρυσούλα Παπαβασιλείου