Ποίημα Ελληνικό, γράφει ο Θεόφιλος Γιαννόπουλος
Ακούω τις ώρες και τους χτύπους απ’ τα φτερά των πουλιών
η πανσέληνος θα 'ναι που σε τούτα τα μέρη λάμπει παράξενα
ξεβάφει στα πάντα και υπάρχει κρυφά
φορτώνοντας και σ’ εμένα την γνώση να διψώ και να νιώθω

Αυτά π’ αναζητώ είναι παντού
κάτω από τους ίσκιους των δέντρων
στους παλιούς φούρνους των χωριών
στις λευκές εκκλησίες των Αγίων
μακριά στις φορεσιές με τα χρυσά κεντήματα
και στα τζάκια που πυρώνουν το ψωμί τα μεσημέρια

Αυτά τα χώματα αγιάζουν από λέξεις
πολεμούν Άγγελοι να φυτρώσουν στα λουλούδια
ήλιοι και φως γεμίζουν το σκοτάδι
κι είναι το μίσος που λείπει από τις φωνές
από έναν λαό που πολεμά τα χρόνια και την σιωπή

Είναι που ζήσαν πριν από ‘μας οι Θεοί
κι άφησαν το πείσμα να ‘χουμε στο βλέμμα
τούτοι αγέρωχοι κι εμείς πιο φωτεινοί
βαφτισμένοι στους αιώνες με θέληση παντοτινή
πλανεμένοι, έτοιμοι να μας πλανέψουν
κι όλη η μυστική ουσία αγκαλιασμένη από εικόνες
δάφνινα στέμματα ακόμη πρασινίζουν σε όνειρα νέων
το πεύκο και η ρίγανη σκαρφαλώνουν στα πιο ψηλά βουνά
είναι ξένος αυτός που δεν τα 'χει μαξιλάρι
να δεις πως ο αγέρας γίνεται ψυχή

Γαλάζια όνειρα πνίγουν τα νερά
ατόφιο μένος φωλιάζει στ’ άσπρα κύματα
κάπου φτάνουν και κάπου πηγαίνουν
έπειτα χάνονται σαν άγνωστοι ήχοι
και τότε είναι που καταλαβαίνεις τι είναι Ελλάδα

Τα φεγγάρια αυτού τ’ ουρανού χιονίζουν αστέρια
με μάτια κλειστά μοιάζει ν’ αγγίζεις την ιστορία
στα μάρμαρα μαρτυράς την υποψία σου για περηφάνια
κι είναι όλα υπέροχα σαν την μεγαλύτερη γαλήνη…

Θεόφιλος Γιαννόπουλος

(2ο βραβείο στον 4ο Διαγωνισμό Ποίησης και Φωτογραφίας του
Δήμου Ευόσμου-Κορδελιού με θέμα: «Συννεφιές και Λιακάδες»)