Φωτεινή δώδεκα χρόνων, γράφει η Βικτώρια Μακρή
Τη συναντώ κάθε απόγευμα. Για τη μάνα της Φωτεινής, λέω. Στο ένα χέρι κρατάει πάντα αναμμένο τσιγάρο, με το άλλο απομακρύνει τα μαραμένα φυλλαράκια από τις γλάστρες. Φοράει σανδάλια, τα νύχια της είναι περιποιημένα, είναι νεαρή κοπέλα, έχει μακριά καστανά λεία μαλλιά, και το σώμα της είναι λεπτό και κινείται γρήγορα. Πάει στη βρύση, λίγο πιο πέρα από τον τάφο, γεμίζει το ποτιστήρι, το τσιγάρο πάντα αναμμένο στο στόμα, τα μάτια της δεν τα έχω δει ποτέ, φοράει συνέχεια σκούρα γυαλιά, γεμίζει το ποτιστήρι κι επιστρέφει στον τάφο. Συνεχίζει να ποτίζει τα λουλούδια, να πετάει τα ξερά φύλλα, να πλένει με τις παλάμες της το μάρμαρο, να κάθεται κάποιες φορές στη γωνιά του τάφου και να καπνίζει αμίλητη. Με το κεφάλι χάμω. Και τα μάτια συνέχεια πίσω από τα μαύρα γυαλιά.

Κάποια φορά που πέρναγα από δίπλα της, κρυφοκοίταξα με τρόπο τα γράμματα στο σταυρό: Φωτεινή, έλεγαν, δώδεκα χρόνων. Η κόρη της κοπέλας, έμαθα αργότερα. Ένα κοριτσάκι που πέθανε από καρκίνο. Έσφιξα στη χούφτα μου το σακουλάκι με τα καρβουνάκια που κρατούσα για τον τάφο του πατέρα μου και συνέχισα να βαδίζω μουδιασμένη. Πήγα στον πατέρα μου, ανανέωσα το λάδι του στο καντήλι, έριξα νερό στο μάρμαρο να φύγουν οι πευκοβελόνες, κάθισα λίγο κοντά του, του μίλησα, του είπα ότι πονάω που λείπει και σε λίγο έκανα να φύγω. Σήκωσα το κεφάλι. Κοίταξα αφηρημένα πέρα, αναστενάζοντας.

Ανάμεσα στα λευκά μάρμαρα ξεχώρισα λίγο μακρύτερα τη φιγούρα της κοπέλας με το τσιγάρο στο στόμα. Για τη μάνα της Φωτεινής, λέω. Πέρασα πάλι από δίπλα της, -ο πατέρας μου και η Φωτεινή βρίσκονται στο ίδιο μονοπάτι-, και πριν βγω από την κεντρική είσοδο πήγα και κάθισα στο παγκάκι που είναι πλάι στη μάντρα. Κουρασμένη. Ψυχικά. Και δίψαγα. Έβγαλα το μπουκαλάκι από την τσάντα μου και ήπια νερό.

Αυτή η γαλήνη των κοιμητηρίων μου άρεσε από πάντα. Κοίταξα απέναντι. Η εικόνα μπροστά μου είχε αυτό το υπέροχο χρυσό – πορτοκαλί χρώμα ενός απογευματινού ήλιου. Ο Υμηττός, τα πεύκα, το λευκό των μαρμάρων, η ησυχία, η απουσία των ανθρώπων, η παρουσία των ψυχών, η μάνα της Φωτεινής με το τσιγάρο στο στόμα, το τρεμόπαιγμα της φλόγας των καντηλιών, ο πατέρας μου ήσυχος κι αμίλητος λίγο πέρα, η δωδεκάχρονη Φωτεινή με την κουκλίτσα της ακουμπισμένη δίπλα στο σταυρό της και κάποιες γριές μικροσκοπικές γυναίκες, μαυροφορεμένες, γλυκύτατες, με πράο και κατασταλαγμένο στη σοφία βλέμμα, ίδιες οι ηρωίδες του Παπαδιαμάντη, να βγαίνουν σιωπηλά από την καγκελόπορτα του κοιμητηρίου κάνοντας το σταυρό τους…

Το νεαρό κορίτσι με τα περιποιημένα βαμμένα νύχια στα πόδια, το λινό καφέ φόρεμα και τα μαύρα γυαλιά, πότισε όλες τις γλάστρες που σκεπάζουν ολόκληρη την επιφάνεια του τάφου του παιδιού, πήρε τα σκουπιδάκια, τα πέταξε στο καλάθι, φίλησε τη φωτογραφία της Φωτεινής, -ένα χαμογελαστό προσωπάκι, αδύνατο να το ξεχάσεις άμα το δεις έστω και μια φορά-, πέρασε με ανάλαφρο βήμα δίπλα από το παγκάκι που καθόμουν και βγήκε από την καγκελόπορτα.

Την ακολούθησα διακριτικά με το βλέμμα μου. Λίγο πιο κει, σταμάτησε το βήμα της, σήκωσε ψηλά το κεφάλι, κοίταξε πίσω από τα μαύρα γυαλιά της το λαμπερό πορτοκαλί ουρανό, έβγαλε έναν βαθύ αναστεναγμό που σχεδόν ακούστηκε μέχρι το παγκάκι που καθόμουν, ξανακατέβασε το κεφάλι στο δρόμο μπροστά της και συνέχισε το αέρινο βήμα της. Που, αύριο, το ίδιο αυτό βήμα, θα την ξαναφέρει και πάλι εδώ. Στο κοιμητήριο. Απόγευμα. Την ίδια πάντα ώρα που έρχομαι κι εγώ στον ογδονταπεντάχρονο πατέρα μου. Κι αυτή στη δωδεκάχρονη κόρη της. Για τη μάνα της Φωτεινής, λέω.

Κι αυτή η έκφραση, αυτό το «λέω», το έχω κλέψει εδώ και χρόνια από την Κατερίνα Γώγου. Που έρχεται πάντα στο νου μου όταν συναντώ στο δρόμο μου λεπτοκαμωμένες νεαρές κοπέλες με τσιγάρο στο στόμα και αγέλαστο βλέμμα, καλά κρυμμένο πίσω από σκούρα γυαλιά. Μόνες. Στη ζωή και στο θάνατο. Στον πόνο. Και στη μοναξιά. Πρωτίστως σ’ αυτή. «Για τη μοναξιά, λέω. Τη δική μας, λέω»…

Βικτώρια Μακρή